πιανίστρια

πιανίστρια
[пьанистриа] ουσ. Θ. пианистка.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πιανίστρια" в других словарях:

  • πιάνο — Μουσικό όργανο, ο ήχος του οποίου παράγεται από το χτύπημα των μεταλλικών χορδών με μικρά σφυριά συνδεμένα με μια σειρά από πλήκτρα. Εμφανίστηκε στην ιστορία της μουσικής κατά τις αρχές του 18ου αι. ως τελευταία μεταμόρφωση του κλαβίχορδου και… …   Dictionary of Greek

  • πιανίστας — ο, θηλ. πιανίστα και πιανίστρια και πιανίστρα, Ν μουσικός που παίζει πιάνο, καλλιτέχνης τού πιάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pianista] …   Dictionary of Greek

  • Λαντόφσκα, Βάντα Λουίζα — (Wanta Louise Landowska, Βαρσοβία 1877 – Λέικβιλ, Κονέκτικατ 1959). Πολωνέζα τσεμπαλίστα και μουσικολόγος. Συνέδεσε τη σταδιοδρομία της με την επανεμφάνιση του τσέμπαλου ή κλαβίχορδου κατά τον 20ό αι. Η λαμπρή διδασκαλία της έφερε κοντά της… …   Dictionary of Greek

  • Λυκούδης, Γεώργιος — (Πάτρα 1895 – Αθήνα 1955). Βιολονίστας, αρχιμουσικός και μουσικοκριτικός. Σπούδασε βιολί στην Αθήνα και στο ωδείο των Βρυξελλών. Το 1915 επέστρεψε στην Ελλάδα, διορίστηκε καθηγητής στο Ωδείο Αθηνών και δημιούργησε ένα από τα πρώτα ελληνικά… …   Dictionary of Greek

  • Μπαχάουερ, Τζίνα — (Αθήνα 1913 – 1976). Ελληνίδα μουσικός, εξαίρετη σολίστ του πιάνου. Σπούδασε πιάνο στο Ωδείο Αθηνών και ταυτόχρονα φοιτούσε στη Νομική σχολή στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Όταν αποφοίτησε από το Ωδείο με τιμητική διάκριση και κέρδισε το χρυσό… …   Dictionary of Greek

  • Σούμαν — (Schumann). Επώνυμο δύο Γερμανών συνθετών. 1. Ρόμπερτ Αλεξάντερ. (Τσβίκαου 1810 Έντενιχ 1856). Σε ηλικία έξι ετών άρχισε να παίρνει μαθήματα μουσικής και γρήγορα έδειξε τόσο βαθιά και πλήρη κλίση προς τη μουσική, ώστε να μπορεί να λεχθεί πως για… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»